ζοφοείδελος

ζοφοείδελος
ζοφο-είδελος, ον,
A dusky, gloomy, Nic.Th. 657.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζοφοείδελος — ζοφοείδελος, ον (Α) όμοιος με το σκοτάδι, σκοτεινός, ζοφώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + είδ ελος (< είδος), πρβλ. α είδ ελος] …   Dictionary of Greek

  • ζοφοείδελος — dusky masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”